ἀποσαρκόομαι-οῦμαι

ἀποσάρκωσις

ἀποσαρόω-ῶ
ἀπο·σάρκωσις, εως () action d’arracher les chairs, Nyss. 1, 835c.
Étym. ἀπό, σαρκόω.