ἀποσϐεννύω

ἀπόσϐεσις

ἀποσειρόω-ῶ
ἀπόσϐεσις, εως () extinction, Arstt. An. post. 2, 8, 7 ; fig. suppression, Arét. p. 105, 14.
Étym. ἀποσϐέννυμι.