ἀποσχάζω

ἀποσχαλίδωμα

ἀπόσχασις
ἀπο·σχαλίδωμα, ατος (τὸ) [χᾰῐ] bois fourchu supportant des filets à la chasse, Xén. Cyn. 10, 7.
Étym. ἀ. σχαλιδόω.