ἀποσχολάζω

ἀποσχολέομαι-οῦμαι

ἀπόσχολος
ἀπο·σχολέομαι-οῦμαι, être occupé : περί τι, Luc. Charid. 19 conj. à qqe ch.
Étym. ἀ. σχολή.