ἀποσκεπάζω

ἀποσκεπαρνισμός

ἀποσκεπής
ἀπο·σκεπαρνισμός, οῦ () sorte de fracture du crâne (comme par un coup de hache) Gal. 19, 431, 432, etc.
Étym. ἀ. *σκεπαρνίζω de σκέπαρνον.