ἀποσκλῆναι

ἀπόσκληρος

ἀποσκληρόω-ῶ
ἀπό·σκληρος, ος, ον, tout à fait dur, Myia Ep. 12, p. 608, Pythagoreorum epistulæ, Herscher.
Étym. ἀ. σκληρός.