ἀποσκορακίζω

ἀποσκορακισμός

ἀποσκορακιστέον
ἀποσκορακισμός, οῦ () [ᾰκ] imprécation, Spt. Esaï. 66, 15.
Étym. ἀποσκορακίζω.