ἀποσκορακιστέον

ἀποσκορπίζω

ἀποσκοτέω-ῶ
ἀπο·σκορπίζω (ao. ἀπεσκόρπισα) disperser, Spt. 1 Macc. 11, 55 ; Geop. 20, 12, 1.