ἀποσπάραγμα

ἀποσπαράσσω

ἀποσπαργανόομαι-οῦμαι
ἀπο·σπαράσσω, att. -σπαράττω (ao. ἀπεσπάραξα) [πᾰ] arracher un lambeau de, acc. Eur. Bacch. 1127.