ἀποσπαργανόομαι-οῦμαι

ἀποσπάς

ἀπόσπασμα
ἀποσπάς, άδος :
I adj. f. arrachée, Nonn. D. 34, 347 ||
II subst. ἡ ἀπ.
1 branche, Anth. 6, 300 ||
2 tige de plante, Geop. 11, 9, etc.
Étym. ἀποσπάω.