ἀποσφαλμέω-ῶ

ἀποσφάξ

ἀποσφάττω
ἀποσφάξ, άγος (ὁ, ἡ) [ᾰγ] taillé à pic, escarpé, Nic. Th. 521.
Étym. ἀποσφάζω.