ἀποσφενδονάω

ἀποσφενδόνητος

ἀποσφενδονίζω
ἀποσφενδόνητος, ος, ον, repoussé à coups de projectiles lancés par des frondes, Plut. M. 293b.
Étym. ἀποσφενδονάω.