ἀποσφραγίζω

ἀποσφράγισμα

ἀποσφραίνω
ἀποσφράγισμα, ατος (τὸ) [ᾱγ]
1 impression d’un sceau, seing, Ath. 585d ||
2 signe imprimé sur, signe, Spt. Jer. 22, 24.
Étym. ἀποσφραγίζω.