ἀπόστα

ἀποσταδά

ἀποστάζω
ἀποσταδά [τᾰᾰ] Od. 6, 143 et ἀποσταδόν [τᾰ] Il. 15, 556, adv. en se tenant au loin, de loin.
Étym. ἀφίστημι.