ἀποστάλαγμα

ἀποσταλάζω

ἀποσταλάω-ῶ
ἀποσταλάζω [τᾰ] c. ἀποστάζω :
1 tr. Spt. Amos 9, 12, etc. ||
2 intr. Luc. Am. 45.