ἀποσταλάω-ῶ

ἀπόσταξις

ἀποστάς
ἀπόσταξις, εως () écoulement goutte à goutte, suintement, Hpc. 171c, etc. ; Th. H.P. 9, 8, 3.
Étym. ἀποστάζω.