ἀποστεγάζω

ἀποστεγανόω-ῶ

ἀποστέγασμα
ἀπο·στεγανόω-ῶ [γᾰ] fermer hermétiquement, Moschion hist. (Ath. 207b ; vulg. ἀποστεγνόω).
Étym. ἀ. στεγανός.