ἀποστλεγγίζω

ἀποστλέγγισμα

ἀποστολεύς
ἀποστλέγγισμα, ατος (τὸ) crasse ou saleté qu’on ôte avec le strigile, au bain, Str. 224.
Étym. ἀποστλεγγίζω.