ἀποστηματώδης

ἀποστήριγμα

ἀποστηρίζω
ἀποστήριγμα, ατος (τὸ)
1 compresse, bandage, Hpc. 749d ||
2 douleur fixée (dans les intestins) Hpc. 298, 41.
Étym. ἀποστηρίζω.