ἀποσυρίζω

ἀπόσυρμα

ἀποσύρω
ἀπόσυρμα, ατος (τὸ)
1 écorchure, lambeau arraché, Hpc. 426, 10, etc. ; Diosc. 1, 36 ||
2 fragment, débris, Arstt. Mir. 42.
Étym. ἀποσύρω.