ἀποτακτῖται

ἀπότακτος

ἀποταλαντεύω
ἀπότακτος, ος, ον :
1 mis en réserve, Hdt. 2, 69 ||
2 réservé, assigné, fixé, Critias (Ath. 433b).
Étym. ἀποτάσσω.