ἀποτατικός

ἀπόταυρος

ἀποταυρόω-ῶ
ἀπό·ταυρος, ον, adj. f. éloignée du taureau, non saillie (vache), Arstt. H.A. 8, 7, 3.
Étym. ἀ. ταῦρος.