ἀποτέλεσμα

ἀποτελεσματικός

ἀποτελεσματογραφία
ἀποτελεσματικός, ή, όν :
1 efficace, qui produit un résultat, Gal. 2, 64 ; Sext. M. 11, 197 ||
2 qui concerne l’influence des astres, Ptol. Tetr. 73c, etc.
Étym. ἀποτέλεσμα.