ἀποτελεστέον

ἀποτελεστικός

ἀποτελεστικῶς
ἀποτελεστικός, ή, όν :
1 qui accomplit, qui produit, gén. Plat. Def. 412c ; Plut. M. 652a ||
2 t. de gr. qui marque la finalité, final, Dysc. Synt. 265, 27.
Étym. ἀποτελέω.