ἀποτελευτή

ἀποτελεύτησις

ἀποτελέω-ῶ
ἀποτελεύτησις, εως ()
1 terme, Hpc. 409, 44, etc. ||
2 résultat, Plat. Soph. 264a.
Étym. ἀποτελευτάω.