ἀποθέσπισις

ἀπόθεστος

Ἀποθέται
ἀπό·θεστος, ος, ον :
1 négligé, Od. 17, 296 ||
2 méprisable, odieux, Lyc. 540.
Étym. ἀπό, θέσσασθαι ; cf. πολύθεστος.