ἀποθλίϐω

ἀπόθλιμμα

ἀποθλιμμός
ἀπόθλιμμα, ατος (τὸ) jus ou suc exprimé, Diosc. 1, 151, etc. ; Gal. 13, 162.
Étym. ἀποθλίϐω.