ἀποτηρέω-ῶ

ἀποτίϐατος

ἀποτίθημι
ἀ·ποτίϐατος, ος, ον [ῐᾰ] dor. c. ἀπρόσϐατος, inabordable, d’où terrible, Soph. Tr. 1030.
Étym. ἀ, ποτί, βαίνω.