ἀποτίκτω

ἀποτίλλω

ἀπότιλμα
ἀπο·τίλλω (ao. ἀπέτιλα [ῑλα])
1 arracher les poils ou les cheveux, Hdt. 1, 123 ; 3, 16 ||
2 épiler, Ar. Lys. 578 ; Luc. Gall. 28, etc. ; ἀποτετιλμένος σκάφιον, Ar. Av. 806, c. ἀποκεκαρμένος.