Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀποτολμητέον
ἀπότολμος
ἀποτομάς
ἀπό·τολμος,
ος, ον,
c.
ἄτολμος,
Luc.
J. tr.
27
au sup.
-ότατος
.
Étym.
ἀ. τόλμα
.