ἀποτρέκω

ἀποτρεπτικός

ἀπότρεπτος
ἀποτρεπτικός, ή, όν, propre à détourner de, gén. Arstt. Rhet. Al. 2, 1 ; Luc. Philopatr. 8.
Étym. ἀποτρέπω.