ἀπότρεψις

ἀποτριϐή

ἀποτρίϐω
ἀποτριϐή, ῆς () []
1 usure par frottement, Dém. 1215, 22 ||
2 p. suite, dommage (cf. lat. detrimentum) DC. 37, 31.
Étym. ἀποτρίϐω.