ἀποτύφλωσις

ἀποτυχής

ἀποτυχία
ἀπο·τυχής, ής, ές [] (seul. au cp. -έστερος) qui se trompe ou échoue, Plat. Sis. 391d.
Étym. ἀποτυγχάνω.