ἀποτυλόω-ῶ

ἀποτυμπανίζω

ἀποτυμπανισμός
ἀπο·τυμπανίζω (f. ίσω, att. ιῶ) [πᾰ] rouer de coups de bâton, Lys. 135, 9 ; Dém. 126, 17, etc. ; Arstt. Rhet. 2, 5, 14.