ἀποτύπωμα

ἀποτύπωσις

ἀποτυφλόω-ῶ
ἀποτύπωσις, εως () [] action de marquer d’une empreinte, Th. fr. 1, 51 ; Lgn 13, 9.
Étym. ἀποτυπόω.