ἀπουλωτικός

ἀπουλώτιστος

ἀπουραγέω-ῶ
ἀπ·ουλώτιστος, ος, ον, sans cicatrice, Plut. M. 1091e dout.
Étym. ἀπό, *οὔλωτος, d’οὐλόω.