Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπουλωτικός
ἀπουλώτιστος
ἀπουραγέω-ῶ
ἀπ·ουλώτιστος,
ος, ον,
sans cicatrice,
Plut.
M.
1091
e
dout.
Étym.
ἀπό, *οὔλωτος,
d’
οὐλόω
.