ἀποξηραίνω

ἀποξυλίζω

ἀποξυλόομαι-οῦμαι
ἀπο·ξυλίζω [] dégarnir de son bois, Arstt. Probl. 3, 17 (var. ἀποχυλίζω).
Étym. ἀπό, ξύλον.