ἀπραγματεύτως

ἀπραγμόνως

ἀπραγμοσύνη
ἀπραγμόνως, adv. sans embarras, sans trouble, sans souci, Thc. 4, 61 ; 6, 87 ; Xén. Hell. 6, 4, 27 ; Lac. 2, 7, etc. ||
Cp. -ονέστερον, Xén. Ages. 4, 1.
Étym. ἀπράγμων.