ἀπριάτην

ἀπρίατος

ἄπριγδα
ἀ·πρίατος, η, ον [ῐᾰ] non acheté, rendu sans rançon, Hh. Cer. 132, et probabl. Il. 1, 99.
Étym. ἀ, πρίαμαι.