ἀπροϊδῶς

ἄπροικος

ἀπρόϊτος
ἄ·προικος, ος, ον, sans dot, Lys. 153, 14 ; Is. 41, 2 et 38 ; Dém. 1014, 23, etc.
Étym. ἀ, προίξ.