ἀπρόϊτος

ἀπροκαλύπτως

ἀπροκατασκεύαστος
ἀ·προ·καλύπτως [κᾰ] adv. à découvert, Chion. Ep. 7, 3.
Étym. ἀ, πρό, καλύπτω.