ἀπρόκοπος

ἀπρόληπτος

ἀπρομήθεια
ἀ·πρόληπτος, ος, ον, non présumé, non préjugé, Hiérocl. C. aur. p. 459 Mullach.
Étym. ἀ, προλαμϐάνω.