ἀπρόξενος

ἀπροοιμίαστος

ἀπροοιμιάστως
ἀ·προοιμίαστος, ος, ον, sans préface, DH. Lys. 17 ; Luc. H. conscr. 23.
Étym. ἀ, προοιμιάζω.