ἀπροόπτως

ἀπροόρατος

ἀπροοράτως
ἀ·προόρατος, ος, ον [ρᾱ]
1 imprévu, DS. 20, 96 ||
2 imprévoyant, Phil. 2, 268.
Étym. ἀ, προοράω.