ἀπρόφατος

ἀπροφάτως

ἀπροφύλακτος
ἀπροφάτως [φᾰ] adv.
1 d’une manière imprévue, A. Rh. 1, 1201, etc. ||
2 c. ἀπροφασίστως, A. Rh. 2, 68, etc.