ἀπρόσκρουστος

ἀπρόσληπτος

ἀπροσλόγως
ἀ·πρόσληπτος, ος, ον :
1 non pris, Naz. ||
2 qui n’admet pas, gén. Dysc. Pron. 276c.
Étym. ἀ, προσλαμϐάνω.