ἀπροσπαθῶς

ἀπροσπέλαστος

ἀπρόσπλοκος
ἀ·προσπέλαστος, ος, ον, inabordable, Str. 20 ; Plut. Ant. 70.
Étym. ἀ, προσπελάζω.