Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀπρόσπταιστος
ἀπροστασίαστος
ἀπροστασίου
ἀ·προστασίαστος,
ος, ον
[
τᾰ
]
c.
ἀπροστάτευτος,
Phil.
1, 170,
etc.
Étym.
ἀ, προστασιάζω
.