ἀψευδία

ἀψευδῶς

ἀψευστέω-ῶ
ἀψευδῶς, adv. sans mentir, Phil. 1, 19 ||
Sup. ἀψευδέστατα, Phil. 1, 34 ||
E Ion. ἀψευδέως, Hdt. 9, 58.
Étym. ἀψευδής.