ἅψις

ἀψόρροος-ους

ἄψορρος
ἀψό·ρροος-ους, οος-ους, οον-ουν, qui reflue sur soi-même (l’Océan), Il. 18, 399 ; Od. 20, 65.
Étym. ἄψ, ῥέω.